ἔλυμα — ἔλῡμα , ἔλυμα the stock of the plough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Helm (3), der — 3. Der Hêlm, des es, plur. die e, Diminut. das Helmchen, Oberd. das Helmlein, die halb runde erhabene Bedeckung des Obertheiles verschiedener Körper. 1) Bey den neuern Schriftstellern des Pflanzenreiches ist es das oberste Blatt der helmförmigen … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… … Dictionary of Greek
αλετροπόδι — το (και πόδα, η) το κάτω οριζόντιο μέρος τού αρότρου, όπου προσαρμόζεται το υνί και το οποίο χρησιμεύει ως βάση τού όλου εργαλείου, το αρχ. έλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀλετροπόδιον «ο αστερισμός τού Ωρίωνα» (< τ. ἀροτροπόδιον, στον Ζωναρά <… … Dictionary of Greek
ἐλύματα — ἐλύ̱ματα , ἔλυμα the stock of the plough neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλύματι — ἐλύ̱ματι , ἔλυμα the stock of the plough neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλύματος — ἐλύ̱ματος , ἔλυμα the stock of the plough neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)